- φρατριατικός
- φρᾱτρι-ᾱτικός νόμος, = Lat.A lex curiata, D.C.37.51,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρατριατικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φράτρα* 2. φρ. «φρατριατικός νόμος» νόμος που θεσπιζόταν από την φράτρα* (Δίων Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρατρία + κατάλ. ια τικός(βλ. λ. ικός)] … Dictionary of Greek
φρατριακός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατρικός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek